Το σημερινό Ευαγγέλιο [Mκ 10,46-52] διηγείται πώς ένας τυφλός άνθρωπος, που ονομαζόταν Βαρτίμαιος, είδε το φως της ζωής του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού.

Η τύφλωση αυτού του δύστυχου ανθρώπου τον εμπόδιζε να βλέπει τα αντικείμενα γύρω του: δεν μπορούσε ούτε να περπατά ούτε να εργάζεται, γι’ αυτό καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητούσε ελεημοσύνη. Δεν μπορούσε ακόμα να δεί τον Ιησού, αλλά βαθιά μέσα στην καρδιά του, αισθανόταν μια μεγάλη ελπίδα, γνωρίζοντας ότι ο Ιησούς θα περνούσε απ’ αυτό τον τόπο. Αν και ήταν ακόμα τυφλός, το φως της πίστης άρχισε να λάμπει μέσα στην ψυχή του.

Η συμπόνια είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα της καρδιάς μας που μας δίνει τη δυνατότητα να νιώθουμε τον πόνο και την ανάγκη των άλλων. Αυτό ακριβώς ζητούσε ο Βαρτίμαιος από τον Ιησού φωνάζοντας: «Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με!», δηλαδή, το να νιώσει ο Ιησούς τον πόνο του και να τον βοηθήσει. Εκείνοι που ήταν γύρο από τον τυφλό δεν ένιωθαν συμπόνια γι’ αυτόν, αντίθετα, προσπαθούσαν να τον φιμώσουν, ώστε αυτός φώναξε για να ακουστεί από τον Ιησού.

Κι εμείς συχνά περιβαλλόμαστε από πολύ κόσμο, αλλά χωρίς να βρούμε κανένα που να είναι σε θέση να νιώσει τον πόνο και την ανάγκη της καρδιάς μας, για να μας λυπηθεί. Αυτή η έλλειψη συμπόνιας για την ανάγκη του αδελφού μας είναι ένας από τους κινδύνους της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία μιάζει συχνά με το «πλήθος» του σημερινού Ευαγγέλιου, που δεν θέλει να ακούσει τις κραυγές εκείνων που έχουν ανάγκη, αντί να είναι μια «κοινότητα» όπου κάθε άτομο αξίζει, διότι είνει ένα ανθρώπινο ον, πλασμένο κατ’ εικόνα του Θεού.

Ο Χριστός ένιωσε συμπόνια για αυτόν και τον ρώτησε: “Τι θέλεις να κάμω για σένα;”. Ο Βαρτίμαιος δεν ζητούσε πολλά, ζητούσε μόνο ένα πράγμα που οι άνθρωποι δεν μπορούσανε να του χορηγήσουν: την όραση. Αλλά ζήτησε με πίστη απ’ τον Ιησού να μπορέσει να δει, γι’ αυτό ήταν σε θέση να λάβει αυτή τη χάρη. Διότι από τον Θεό μπορούμε να ζητήσουμε μόνο με πίστη και ελπίδα, και μόνο έτσι ο Θεός μπορεί να μπεί στην καρδιά εκείνου που τον δέχεται με πίστη. Ύστερα ο Ιησούς του λέει: «Πήγαινε. Η πίστη σου σ’ έσωσε!».

Αυτός ο άντρας όχι μόνο άρχισε να βλέπει το φως της ημέρας, για να ζήσει μια κανονική ζωή, αλλά άρχισε να βλέπει επίσης το πνευματικό φως της πίστης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. ‘Οπως το υπογραμμίζει ο Ευαγγελιστής: «ευθύς βρήκε το φως κι ακολούθησε τον Ιησού στο δρόμο». Ο Βαρτίμαιος έλαβε το δώρο της πίστης, για να δει το φως του Χριστού, γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούσε να εγκαταλείψει πια αυτό το φως, μετά από τόσα χρόνια ζωής στο σκοτάδι, και έγινε μαθητής του Υιού του Δαβίδ.

Η καρδιά του κάθε ανθρώπου παραμένει στο σκοτάδι, όταν δεν λάμπει μέσα της το φως του Χριστού. Σε αυτή την κατάσταση η ανθρώπινη ζωή είναι σαν παράλυτη, γιατί δεν μπορεί να δεί ούτε το στόχο, στον οποίο πρέπει να κατευθυνθεί, ούτε το δρόμο, μέσω του οποίου θα φτάσει εκεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός έρχεται σε κάθε άνθρωπο ως φως, όπως είνα γραμμένο: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου: όποιος με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που οδηγεί στη ζωή» (Ιω 8,12). Αυτός είναι το καλύτερο φως, αληθινό φως, λαμπερό φως, επειδή προέρχεται από τον Θεό και είναι ικανό να φωτίσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Είθε η Παναγία, με τη μητρική συμπόνια της, να μας διαφωτίζει πάντα με το φως του Υιού της.

Κηρύγματα Tags:

Leave a Reply