[Πραξ 1, 12-14] Αυτό το κείμενο μας αφηγείται τις πρώτες στιγμές της ζωής των αποστόλων και των μαθητών χωρίς πια την παρουσία του Κυρίου επάνω στη γη. Είναι η στιγμή που αυτοί συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά ότι έπρεπε να χτίσουν τη ζωή τους όχι μόνο γύρω από τον δάσκαλό τους, αλλά και γύρω από τους αδελφούς τους στην πίστη, χτίζοντας έτσι τα θεμέλια της πρώιμης Εκκλησίας. Η σύνθετη αυτής της πρώτης ομάδας περιγράφεται ξεκάθαρα από τον Λουκά (στον οποίο αποδίδεται αυτό το βιβλίο της Αγίας Γραφής): αποτελούνταν από αποστόλους, μαθητές, την μητέρα του Ιησού και τις άλλες γυναίκες (μαθήτριες).

Όλοι αυτοί, ο καθένας στο μέτρο του, ήταν υπεύθυνοι για την εκτέλεση του έργου που ο Χριστός είχε αφήσει στη γη και που έπρεπε αυτοί να το εξαπλώσουν σε όλο τον κόσμο: την οικοδομή της Εκκλησίας, της δικής του Εκκλησίας, αφού υποσχέθηκε (προφήτεψε) «θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου…» (Μτ 16,18), «σ’ ολόκληρο τον κόσμο…» (Μκ 16,15). Μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας καμιά θρησκεία, που να είχε ανάμεσα στα ουσιαστικά της στοιχεία την διάδοσή της σε όλο τον κόσμο, που να είναι προορισμένα σε κάθε άνθρωπο αυτού του πλανήτη. Όμως δεν έπρεπε να φτάσει σε κάθε γεωγραφική τοποθεσία μόνο η διακήρυξη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, αλλά και η ζωντανή παρουσία της Εκκλησίας του ως αγγελιοφόρου και μάρτυρας του Ευαγγελίου του.

Η πρώτη κοινοτική ενέργεια αυτής της ομάδας μαθητών είναι η προσευχή:  «προσκαρτερούσαν ομόψυχα στην προσευχή»  (εδ. 14). Προσεύχονταν μαζί, προσεύχονταν με την ίδια πίστη και ζήλο, προσεύχονταν για να παραμείνουν ενωμένοι με τον Κύριό τους, που είχε ήδη δοξασθεί στον Ουρανό, και  προσεύχονταν να ενωθούν μεταξύ τους με το πιο ισχυρό συναίσθημα που υπάρχει, δηλαδή μη τη χριστιανική αγάπη, διότι «η αγάπη του Θεού έχει χυθεί στις καρδιές μας… » (Ρωμ 5,5). Ο Ευαγγελιστής περιγράφει δύο στοιχεία που χαρακτήριζαν τις πρώτες μέρες ζωής της νέας Εκκλησίας: την επιμονή και την πνευματική κοινωνία.

«Προσκαρτερούσαν [επέμεναν] … στην προσευχή» (εδ. 14). Η επιμονή είναι μια αρετή που ορίζεται ως «σταθερότητα και συνέχεια στην δράση», προϋποθέτει μια προσπάθεια και προσωπική πειθαρχία, σημαίνει το να είμαστε καλά πεπεισμένοι  πως για την απόκτηση ενός στόχου, είναι απαραίτητο να διατρέξουμε ένα απαιτητικό δρόμο. Η πρώτη κοινότητα των Χριστιανών είχε τη πεποίθηση ότι το θεμέλιο της Εκκλησίας, αυτής της κοινής ζωής που ξεκίνησαν, ήταν η προσευχή, η πνευματική ζωή της ένωσης με τον Θεό. Στην κοινή προσευχή έβρισκαν τον Θεό και τους αδελφούς τους, οι δεσμοί της ένωσης αυξάνονταν και η αγάπη ενισχυόταν. Αν είχαν εγκαταλείψει όλα αυτά, τότε θα είχαν μείνει χωρίς το θεμέλιο, πάνω στο οποίο έπρεπε να χτίσουν την Εκκλησία του Χριστού, που είναι προπάντων πνευματικό οικοδόμημα.

«Επέμειναν… ομόψυχα» (εδ. 14), δηλαδή μοιράζονταν την ίδια ελπίδα, την ίδια αγάπη, διότι η χάρη του Θεού μας ενώνει με αυτόν και με τους αδελφούς μας με τέτοιο τρόπο, ώστε ο Απόστολος Παύλος συγκρίνει την Εκκλησία με ένα σώμα, του οποίου τα μέλη είναι η βαπτισμένοι και η κεφαλή του οποίου είναι ο ίδιος ο Χριστός. Έγιναν σαν «μία ψυχή» επειδή είχαν νικήσει τον προσωπικό τους εγωισμό, παύουν να είναι μόνο άτομα με πίστη, για να γίνουν μέλη, «ζωντανοί λίθοι» (Α’ Πε 2,5) του νέου πνευματικού οικοδομήματος. Στην κοινή ζωή, ζωογονουμένη από τη χάρη του Χριστού, έβρισκαν τέτοια δύναμη και δυναμισμό που μόνο εκεί ήταν δυνατό να τα βιώσουν. Αυτός ήταν ο καρπός της κοινής επιμονής στην προσευχή.

Αυτή η πρώτη ομάδα είχε επίσης την τιμή και τη χάρη να προσεύχεται «με τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού» (εδ. 14). Από τις πρώτες μέρες της Εκκλησίας η συντροφιά της Παναγίας είναι το μεγάλο δώρο που ο Χριστός χορήγησε στους μαθητές του. Και  μαζί της έγιναν «σαν μια ψυχή», μαθαίνοντας από αυτήν να διαλογίζονται για τα γεγονότα της ζωής του Χριστού στην καρδιά τους (βλ. Λκ 2,19), να μεγαλύνουν τα θαύματα του Κυρίου και να αγαλλιάζουν σ’ αυτόν (βλ. Λκ 1,46-47), και σίγουρα θα της έλεγαν: «Χαίρε, Μαρία, κεχαριτωμένη… παρακάλα για μας αμαρτωλούς….!». Κανένας όπως αυτή δεν ήταν, ούτε θα είναι ποτέ, «μία ψυχή» με τον Ιησού και με τους μαθητές του, κανείς όπως αυτή δεν θα είναι ποτέ «ζωντανή πέτρα», γόνιμη πέτρα στη γέννηση νέων πετρών για το πνευματικό οικοδόμημα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό το λόγο την αποκαλούμε «Μητέρα της Εκκλησίας», διότι στην πνευματική της μήτρα μας έχει συλλάβει ως δικά της παιδιά, όπως το είχε κάνει προηγουμένως συλλαμβάνοντας  τον Υιό του Θεού.

Εκείνες ήταν οι ημέρες που οι μαθητές περίμεναν τη μεγάλη υπόσχεση του Χριστού: την αποστολή του Αγίου Πνεύματος. Ήταν ημέρες πολλής προσευχής, έντονης πνευματικής ζωής, πολλής κάθαρσης και προσωπικού ασκητισμού, επειδή αυτοί ωφελούσαν να προετοιμάσουν το χώρο όπου έπρεπε να κατοικήσει το Θείο Πνεύμα, δηλαδή τις δικές τους ψυχές… Διότι είναι από εκεί, από τα βάθη των ψυχών μας, που το Πνεύμα του Θεού ξεκινά την οικοδομή της Εκκλησίας ως ζωντανού οργανισμού, δίνοντάς της τη δύναμη και την αγιότητα για να πραγματοποιήσει το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού στον κόσμο.

Κηρύγματα Tags: