Το 2ο Ανάγνωσμα (Ρωμ. 12,1-2) αυτής της Κυριακής μας μεταδίδει τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου για τρία κριτήρια ή χαρακτηριστικά που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όταν θέλουμε να εκπληρώσουμε σωστά το θέλημα του Θεού στη ζωή μας, όπως πρέπει να είναι η επιθυμία του κάθε Χριστιανού. Ο Απόστολος λέει μάλιστα: «μη συμμορφώνεστε με αυτόν τον κόσμο, αλλά αντίθετα να μεταμορφώνεστε με την ανακαίνιση του νου σας, για να δοκιμάζετε ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τι είναι καλό, τι αρέσει στο Θεό και τι είναι τέλειο».
Αυτήν την επιθυμία που πρέπει να την έχουμε πάντα υπόψη μας στις πράξεις μας, στην καθημερινή μας ζωή, την ζητάμε ρητά στο «Πάτερ ημών»: «γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», για να προδιαθέτουμε τον εαυτό μας εσωτερικά, με βαθιά ταπείνωση, στα γεγονότα που μπορεί να ορίσει ο Θεός για τη ζωή μας, που ίσως δεν θα συμπέσουν αναγκαστικά με εκείνα τα πράγματα που του ζητάμε ή επιθυμούμε για μας.
Ωστόσο, πολύ συχνά συμβαίνει να έχουμε αρνητικό όραμα για το θέλημα του Θεού, ταυτίζοντας ό,τι θέλει ο Κύριος για μας ή επιτρέπει στη ζωή μας με οτιδήποτε δυσμενές μας συμβαίνει, με κάθε είδους δοκιμασίες, αποτυχίες, ασθένειες, αδικίες κ.λπ. ., σαν αυτό που θέλει ή επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας να έπρεπε απαραίτητα να έρχεται σε αντίθεση με τα ευνοϊκά γεγονότα που περιμένουμε. Και είναι ακριβώς το αντίθετο της πραγματικότητας! Πράγματι, τα περισσότερα από τα καλά και ευχάριστα πράγματα που μας συμβαίνουν στη ζωή προέρχονται από το θέλημα του Θεού, προς τον οποίο πρέπει πάντα να είμαστε ευγνώμονες, και γι’ αυτόν το λόγο μας συμφέρει να ζητάμε «να γίνεται πάντα το θέλημά του», γιατί δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από εκείνο που ο Θεός ορίζει και επιλέγει για μας.
Για όλα αυτά, τα λόγια που ακούσαμε: «μη συμμορφώνεστε με αυτόν τον κόσμο, αλλά αντίθετα να μεταμορφώνεστε με την ανακαίνιση του νου σας», μας καλούν να μην έχουμε αυτό το πολύ «ανθρώπινο» και αρνητικό όραμα για το θέλημα του Θεού και να αποκτήσουμε έναν νέο τρόπο σκέψης, «διάκρισης», δηλαδή το να έχουμε κριτήρια βασισμένα στην πίστη.
Έτσι ο Απόστολος Παύλος μας λέει ότι το θέλημα του Θεού είναι «το καλό»: στην πραγματικότητα, ο Κύριος θέλει να κάνουμε το καλό σε κάθε στιγμή και σε κάθε περίσταση, όπως λέει ο ίδιος Απόστολος σε άλλη επιστολή: «ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας» (Φιλ. 4,8), μιμούμενοι έτσι τον Χριστό που «καλά τα έκανε όλα» (Μκ. 7,37).
Το να κάνουνε το θέλημα του Θεού σημαίνει επίσης να κάνουμε «ό,τι του αρέσει», και αυτό το μαθαίνουμε διαβάζοντας τις Αγίες Γραφές, τις διδασκαλίες της Εκκλησίας και τον βίο των Αγίων. Και έτσι διαβάζουμε στην προς Θεσσαλονικείς επιστολή: «Μάθατε από μας πώς πρέπει να ζείτε, για να αρέσετε στο Θεό. Σας παρακαλούμε, λοιπόν, και σας προτρέπουμε στο όνομα του Κυρίου Ιησού να συνεχίσετε με ακόμα περισσότερο ζήλο, για να προοδεύετε όλο και πιο πολύ» (Α’ Θεσ. 4,1), όπου ο Απόστολος αναφέρεται ακριβώς στην αγιότητα ζωής που πρέπει να αναζητούν οι Χριστιανοί.
Τέλος, το θέλημα του Θεού είναι «το τέλειο», και αυτό το επιβεβαίωσε ρητά ο ίδιος ο Χριστός: «Να είστε λοιπόν τέλειοι, όπως είναι τέλειος ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς» (Μτ. 5,48). Γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος έχει ήδη μια πρώτη τελειότητα, αφού δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση του Θεού, αλλά τώρα πρέπει να ανακτήσει την τελειότητα που χάθηκε εξαιτίας της αμαρτίας, δηλαδή την αγάπη του Θεού, τη χάρη του, και γι’ αυτό ο Απόστολος προτρέπει: «πάνω απ’ όλα [να ντυθείτε] με αγάπη, που είναι ο τέλειος σύνδεσμος» (Κολ. 3,14), γιατί «ο Θεός είναι αγάπη», και «εκείνος που κρατάει τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπάει», λέει ο Χριστός.
Στο ευαγγελικό επεισόδιο αυτής της Κυριακής διαβάζουμε πώς ο Ιησούς αποκαλύπτει το θέλημα του Πατέρα στους μαθητές του, λέγοντάς: «πρέπει να πάει στα Ιεροσύλημα και να πάθει πολλά» εκεί, και πώς ο Πέτρος παρερμηνεύει αυτή την ανακοίνωση, προσπαθώντας να απομακρύνει τον Δάσκαλό του από αυτό το οδυνηρό πεπρωμένο. Για τον λόγο αυτό ο Ιησούς τον επιπλήττει αυστηρά, γιατί δεν σκεπτόταν σύμφωνα με τον Θεό, σύμφωνα με το θέλημά του, αλλά με ανθρώπινο τρόπο. Πράγματι, η άνοδος στα Ιεροσόλυμα και η αντιμετώπιση του θανάτου σήμαινε για τον Χριστό η εκπλήρωση το θέλημα του Θεού, γιατί, όπως είναι γραμμένο: «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3,16), που ήταν τα μεγαλύτερα αγαθά που προσδοκούσε ο Χριστός, δηλαδή τη λύτρωση και τη αιώνια μακαριότητα των ανθρώπων. Επιπλέον, ο Ιησούς, αποδεχόμενος ελεύθερα το θέλημα του ουράνιου Πατέρα, επέλεξε το τελειότερο, την τελειότερη αγάπη, επειδή: «κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη, από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιω. 15,13).
You must be logged in to post a comment.