“Ο σκοπός του Ιεροσπουδαστήριο του Τάγματος του Ενσαρκωμένου Λόγου δεν είναι άλλο παρά το να μορφώνει μελλοντικούς ιερείς σύμφωνα με την Καρδιά του Ιησού”.

Σπουδαιότητα και ανάγκη

Για να είναι πραγματικά αποτελεσματική η διακονία των ιερέων και για να μπορέσουν να εξελίξουν αληθινά τον κάθε άνθρωπο, οι εκπαιδευτές πρέπει να έχουν ορισμένες ιδιότητες, γι’ αυτό πρέπει να είναι εκπαιδευμένοι σε όλες τις απαραίτητες πτυχές. «Η αποτελεσματικότητα του ιερέα εξαρτάται από την μόρφωση που λαμβάνεται στο Ιεροσπουδαστήριο. Και εδώ εκπληρώνεται ο λόγος του Αγίου Πνεύματος: «Μάθαινε το παιδί στην αρχή της ζωής του να ’χει καλές συνήθειες, και δε θα ξεστρατίσει απ’ αυτές ούτε όταν θα ’ναι ηλικιωμένος πια» (Παρ. 22,6). Και με την ίδια έννοια, για να επιτευχθεί η επιθυμητή ανανέωση ολόκληρης της Εκκλησίας, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού «αναζωογονημένη από το πνεύμα του Χριστού, διακηρύσσει τη μεγάλη σημασία της ιερατικής μόρφωσης και επιδεικνύει ορισμένες θεμελιώδεις αρχές»[1].

Γι’ αυτό τον λόγο, η μοναχική οικογένεια «του Ενσαρκωμένου Λόγου» έχει ως μια από τις κύριες ποιμαντικές της προτεραιότητες να ανεγείρει, όσο είναι δυνατόν και να φροντίζει τα Ιεροσπουδαστήρια στις μοναχικές της επαρχίες.

Η ανάγκη των Ιεροσπουδαστηρίων επιβεβαιώθηκε εκ νέου από τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού: «Τα Ιεροσπουδαστήρια είναι απαραίτητα για την ιερατική μόρφωση»[2]. Αργότερα επικυρώθηκε από το συμβούλιο για την Καθολική Εκπαίδευση που ανέπτυξε τους «Βασικούς Κανόνες στην Ιερατική εκπαίδευση», λέγοντας ότι «στη Β’ Σύνοδο του Βατικανού η Εκκλησία αποφάσισε ότι πρέπει να διατηρηθεί ως έγκυρη η εμπειρία της με τα Ιεροσπουδαστήρια, που έχει ήδη διαπιστωθεί εδώ και τόσους αιώνες. Επίσης δηλώνει ότι τα Ιεροσπουδαστήρια είναι απαραίτητα αφού είναι ιδρύματα οργανωμένα για τη διαμόρφωση ιερέων και προικισμένα με τα καταλληλότερα μέσα εκπαίδευσης που, μαζί με άλλα, μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά στην ολοκληρωμένη μόρφωση των μελλοντικών ιερέων.

Ο Άγ. Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επιβεβαιώνει στο Pastores dabo vobis: «Ο θεσμός του Ιεροσπουδαστηρίου, ως βέλτιστος χώρος εκπαίδευσης, πρέπει να είναι ένα περιβάλλον κανονικό και φυσικό, και μάλιστα, ως κατάλληλος «οίκος» για τη εκπαίδευση υποψηφίων για την ιεροσύνη, με τη συνοδεία ανωτέρων πραγματικά αφοσιωμένων σε αυτό το έργο. Αυτός ο θεσμός έφερε πολλούς καρπούς ανά τους αιώνες και συνεχίζει να τους φέρει σε όλο τον κόσμο»[3].

Φύση και στόχος

Το Ιεροσπουδαστήριο διασφαλίζει ότι οι μελλοντικοί ιερείς είναι δεόντως προετοιμασμένοι, χρησιμοποιώντας όλα τα απαραίτητα μέσα, ώστε να διαμορφωθούν αληθινοί ποιμένες ψυχών, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, Διδασκάλου, Ιερέα και Ποιμένα. Δηλαδή να είναι:

– ιερείς σύμμορφοι με τον Χριστό, Κεφαλή και Ποιμένα, επομένως δεσμευμένοι να μοιράζονται και να συνεχίζουν την σωτήρια αποστολή του στην Εκκλησία και στον κόσμο·

– ιερείς σύμμορφοι με τον Χριστού-Κεφαλή, προορισμένοι «να υπηρετούν τον Χριστό, Διδάσκαλο, Ιερέα και Βασιλέα, στη διακονία του οποίου συμμετέχουν, με την  οποία η Εκκλησία χτίζεται συνεχώς εδώ στη γη ως ο λαός του Θεού, σώμα του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος.

Το  Ιεροσπουδαστήριο, περισσότερο από χώρος ή μια χρονική περίοδος, είναι ένα «πνευματικό περιβάλλον», στο οποίο ευνοείται και βεβαιώνεται η εκπαιδευτική διαδικασία που κάνει τους υποψήφιους, μέσω του Μυστηρίου της ιεροσύνης, ζωντανή εικόνα του Ιησού Χριστού, Κεφαλή και Ποιμένα της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την εκπαίδευση ιερέων που πρέπει να ασκήσουν τη διακονία τους στον σημερινό κόσμο στον οποίο ζουν, σε έναν κόσμο που έχει υποστεί βαθιές αλλαγές, με αποτέλεσμα η ιερατική διακονία να ασκείται σήμερα σε μια εντελώς νέα κατάσταση.

Πίστη

Ο άνθρωπος πρέπει να ανταποκριθεί με πίστη στον Λόγο του Θεού που αποκαλύπτει το σχέδιο του για τους ανθρώπους, τη χριστιανική κλήση και την προσωπική ιερατική κλήση του υποψήφιου ιερέα σε όλο της το νόημα και περιεχόμενο. Ενώπιον του μυστηρίου της ιεροσύνης, στενά ενωμένου με το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας, μένει μόνο η ανταπόκριση της πίστεως. Χωρίς αυτήν τίποτα δεν γίνεται κατανοητό. Αυτό που λέει η Αγία Γραφή για τον δίκαιο άνθρωπο ισχύει με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο για τον ιερέα, ο οποίος έχει «διαταχθεί» να τελεί τα Μυστήρια: «Ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεώς του θα ζήσει» (Ρωμ. 1,17). Για τον ιερέα η πίστη πρέπει να είναι το κριτήριο για την κρίση και την αξιολόγηση ανθρώπων και πραγμάτων, γεγονότων και προβλημάτων.

Προσευχή

Η πρώτη και θεμελιώδης μορφή ανταπόκρισης στον Λόγο του Θεού είναι η προσευχή. Η προσευχή είναι ένα τόσο σημαντικό στοιχείο, που αποτελεί αναμφίβολα την αξία και την πρωταρχική απαίτησή της πνευματικής διαμόρφωσης. Ο ιεροσπουδαστής πρέπει «να γνωρίζει και να βιώνει το αυθεντικό νόημα της χριστιανικής προσευχής, που είναι μια ζωντανή και προσωπική συνάντηση με τον Πατέρα μέσω του Μονογενούς Υιού, κάτω από τη επίδραση του Αγίου Πνεύματος, ένας διάλογος που συμμετέχει στη φιλική συνομιλία που έχει ο Ιησούς με τον Πατέρα.

Πράξεις ευλάβειας

Άλλο ένα απαραίτητο μέσο για την απόκτηση του πνεύματος της προσευχής είναι η φροντίδα, με επιμέλεια, για τις πράξεις ευσέβειας και ευλάβειας που συνιστώνται από την ιερά παράδοση της Εκκλησίας, προσέχοντας ώστε η πνευματική διαμόρφωση να μην εστιάζει μόνο σε αυτήν, ούτε να καλλιεργείται μόνο το θρησκευτικό συναίσθημα. Τέτοιες πρακτικές έχουν νόημα στο βαθμό που προορίζονται στη σταθερή πνευματική ζωή των ιεροσπουδαστών, δηλαδή, ώστε να ζουν αυτοί κατά το πρότυπο του Ευαγγελίου, βασιζόμενοι στην άσκηση των θεολογικών αρετών της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης, αποκτώντας το πνεύμα της προσευχής, έτσι ώστε να μπορούν να «ενισχύουν και να υπερασπίζονται την κλήση τους, αποκτώντας τη σταθερότητα των άλλων αρετών και μεγαλώνοντας, έτσι, τον ζήλο τους να κερδίζουν περισσότερους ανθρώπους για τον Χριστό»[4].

Στους κανόνες του Τάγματός μας συνίσταται η απαγγελία του Αγίου Ροδαρίου να είναι «κατά προτίμηση καθημερινή»[5] και μια «άλλη πράξη ευσέβειας και ευλάβειας που μας χαρακτηρίζει είναι η προσευχή  «Άγγελος του Κυρίου»[6]. Σε σχέση με τη νοερή προσευχή, και με πολύ περισσότερη σημασία στον οίκο διαμόρφωσης των μελλοντικών ιερέων (Ιεροσπουδαστήριο), οι ιεροσπουδαστές πρέπει «να προσεύχονται μπροστά στο Πανάχραντο Μυστήριο για μία ώρα ημερησίως»[7].

Λειτουργία

Στην πνευματική τους διαμόρφωση οι ιεροσπουδαστές λαμβάνουν επαρκή λειτουργική παιδεία, δηλαδή μια ζωτική εισαγωγή στο πασχαλινό μυστήριο του Ιησού Χριστού, πεθαμένου και αναστημένου, παρόντος και ενεργώντας στα μυστήρια της Εκκλησίας. Υπό αυτή την πτυχή, πρέπει να ανακαλύψουν μέσω της πίστης ότι η κλήση τους στην ιεροσύνη και η πνευματική τους ζωή είναι «δώρο και καρπός των μυστηρίων»[8]. Είναι δώρο γιατί πρόκειται για κάτι υπερφυσικό, που είναι χάρη, δηλαδή που δίνεται δωρεάν και που έχει την πηγή του αποκλειστικά στη θεϊκή αγάπη. Είναι απαραίτητο για την πνευματική ζωή του να συνειδητοποιήσει κανείς την προτεραιότητα του έργου του Θεού, της δύναμης και του ελέους του για τους ανθρώπους. Είναι καρπός γιατί αυτή η χάρη μεταδίδεται κανονικά μέσω των μυστηρίων. Ο νέος νόμος, που πρέπει να είναι ο οδηγός και ο κανόνας της ύπαρξης του χριστιανού, βρίσκεται γραμμένος από τα μυστήρια στη νέα καρδιά που διαμορφώνεται.

«Μια αυθεντική λειτουργική διαμόρφωση απαιτεί όχι μόνο θεωρία, αλλά και πράξη. Ως «μυσταγωγική» μύηση επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της λειτουργικής ζωής των ιεροσπουδαστών, στην οποία οδηγούνται με αυξημένο βάθος μέσω των κοινοτικών λειτουργικών τελετών»[9].

Θεία Ευχαριστία

Η καθημερινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας έχει ουσιώδη σημασία στην πνευματική διαμόρφωση των ιεροσπουδαστών, και θα πρέπει να είναι η κορυφαία στιγμή της ημέρας τους, στην οποία πρέπει να συμμετέχουν ενεργά και καθημερινά: «η ευχαριστιακή τελετή ας είναι το κέντρο όλης της ζωής του Ιεροσπουδαστηρίου, ώστε καθημερινά, συμμετέχοντας στη αγάπη του Χριστού, οι μαθητές να αντλούν δύναμη από αυτή την πλούσια πηγή για το αποστολικό τους έργο και για τη πνευματική ζωή τους»[10].

 «Το κυριότερο, το πιο σημαντικό που πρέπει να κάνουμε καθημερινά, είναι να συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία» (Κανόνας, αριθ. 137).

Νοητική διαμόρφωση

H κατεύθυνση προς την γνώση του Θεού και στην προσήλωσή της είναι αναντικατάστατη ανάγκη της ανθρώπινης νοημοσύνης. Αυτή εμφανίζεται στην ίδια τη φύση της ιερατικής διακονίας και ιδιαίτερα σημαντική στην παρούσα κατάσταση του κόσμου, που χαρακτηρίζεται από θρησκευτική αδιαφορία και δυσπιστία (ακόμη και άρνηση) για την αληθινή ικανότητα της λογικής να φτάσει στην αντικειμενική και καθολική αλήθεια. Το φαινόμενο του πλουραλισμού απαιτεί επίσης ιδιαίτερη διάκριση.[11]

Η μελέτη, ως πραγματικά ουσιαστικό στοιχείο, όχι μόνο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του χρόνου του Ιεροσπουδαστηρίου, αλλά και λόγω του σκοπού της, αφού μέσω αυτής, ιδίως της θεολογίας, ο μελλοντικός ιερέας προσκολλάται στον Λόγο του Θεού, αναπτύσσει την πνευματική του ζωή και διαθέτει τον εαυτόν του για να ασκήσει την ποιμαντική του διακονία. Η δογματική διαμόρφωση περιλαμβάνει: α) Μία λογοτεχνική επιστημονική εκπαίδευση, β) τη φιλοσοφική διαμόρφωση, και γ) τη θεολογική διαμόρφωση.

Ποιμαντική

Ολόκληρη η «Εκπαίδευση – Διαμόρφωση», στις διάφορες πτυχές της, έχει ουσιαστικό και κυρίως ποιμαντικό χαρακτήρα, αφού σκοπός της δεν είναι άλλος από την προετοιμασία των ποιμένων που πρέπει να μεταδώσουν την αγάπη του Χριστού, του Καλού Ποιμένα, του Ποιμένα των ποιμένων (βλ. Α’ Πετρ. 5,4).

Για το Τάγμα μας, που απαρτίζεται και από την αποστολική ζωή, πέρα της ενορατικής, οι ποιμαντικές πρωτοβουλίες είναι σημαντικές. Αυτός ο ποιμαντικός σκοπός ενοποιεί τη διαμόρφωση των ιεροσπουδαστών, αφού δεν πρέπει να λησμονείται «ότι δεν υπάρχει αυθεντική καθολική ποιμαντική χωρίς μια βαθιά πνευματική ζωή, χωρίς στέρεα δογματική διαμόρφωση και χωρίς ισχυρή πειθαρχία»[12].

Η ποιμαντική δεν είναι μόνο εμπειρία, αλλά κάτι απόλυτα θεολογικό, αφού λαμβάνει από την πίστη τις αρχές και τα κριτήρια της δράσης της, ειδικότερα, την κατά το Ευαγγέλιο διάκριση για την κοινωνικοπολιτισμική και εκκλησιαστική κατάσταση. Η μελέτη της ποιμαντικής θεολογίας ρίχνει φως στην πρακτική εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, οι υποψήφιοι στην ιεροσύνη πρέπει να εκτελούν προοδευτικά κάποιες ποιμαντικές υπηρεσίες, μαθαίνοντας να εργάζονται με δική τους ευθύνη και σε ένωση με άλλους. Το Pastores dabo vobis αναφέρει ότι για την ποιμαντική εμπειρία «πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην Ενορία, στην οποία οι υποψήφιοι στην ιεροσύνη θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα εγγενή προβλήματα της μελλοντικής τους διακονίας»[13].

Οι ιεροσπουδαστές πρέπει να εργάζονται, λοιπόν, στις ενορίες, βοηθώντας στην κατήχηση των παιδιών, των ενηλίκων και ατόμων με ιδιαίτερες ανάγκες, με τις ενοριακές ομάδες ή συλλόγους, εκτελώντας τη μόνιμη αποστολή, τη νοσοκομειακή ποιμαντική και την επίσκεψη σε αρρώστους, την φροντίδα για τους φτωχός, με τη διοργάνωση δράσεων για τα παιδιά, για νέους και για ενήλικες. Με τη διοργάνωση ομάδων μελέτης και τέχνης, με την οργάνωση των λειτουργικών τελετών, ιδιαίτερα της Θείας Ευχαριστίας, με τη ποιμαντική στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ειδικά σε αυτά που ανήκουν στο Τάγμα, με τη δράση στα μέσα μαζικής επικοινωίας: ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ.. Κατά τη διάρκεια των διακοπών οι ιεροσπουδαστές, κάθε χρόνο, αν είναι δυνατόν, βοηθάνε στις ενορίες και ιδιαίτερα στην οργάνωση κατασκηνώσεων και ιεραποστολών.

Κοινότητα

Το  Ιεροσπουδαστήριο είναι μια εκπαιδευτική κοινότητα σε πορεία, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα να νιώσει κάποιος την εκπαιδευτική εμπειρία που ο Κύριος παρείχε στους Δώδεκα. Πρόκειται για τη συνέχεια της στενής επαφής που είχαν οι Απόστολοι με τον Ιησού: «η οικεία και παρατεταμένη επαφή με τον Ιησού είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την αποστολική διακονία»[14]. Το Ιεροσπουδαστήριο είναι μια αναβίωση, εκ μέρους του κάθε ιεροδιδάσκαλου, εκείνης της εμπειρίας των Αποστόλων που κλήθηκαν από τον Ιησού να είναι μαζί του, για να τους στείλει μετά να κηρύξουν (βλ. Μκ. 3,14). Στο να μάθει κανείς να αφιερώνει όλη του τη ζωή στο μυστήριο του Χριστού: του Χριστού-Κεφαλής και του Χριστού-Σώματος.

Εκκλησιαστική κοινωνία και συνοδικότητα

 Ο Χριστός καθιέρωσε τη διακονική ιεροσύνη «στην υπηρεσία της Εκκλησίας και στην Εκκλησία, στην υπηρεσία του ανθρώπου για την επίλυση των σημαντικότερων προβλημάτων, πάνω απ’ όλα εκείνων που προσβλέπουν στην αιώνια σωτηρία»[15]. Οι  ιεροσπουδαστές λοιπόν μαθαίνουν να εκδηλώνουν αγάπη για την Εκκλησία, το Μυστικό Σώμα του Χριστού. Ο μακάριος Don Orione έγραψε: «Ας αγαπάμε την Αγία Εκκλησία με όλη μας την νόηση, έχοντας πάντα ως δόγμα μας όλες τις διδασκαλίες αυτής και της ορατής Κεφαλής της, του Ρωμαίου Ποντίφικα, και να αγκαλιάζουμε τις προτροπές αυτής και του Ρωμαίου Ποντίφικα. Ας αγαπάμε με όλη μας την καρδιά όπως αγαπάει ένας καλός γιος την μητέρα του, διότι μια τέτοια μητέρα για μας είναι η Εκκλησία! Όπως ένας καλός γιός αγαπά τον πατέρα του, να αγαπάμε κι εμείς τον Άγιο Πατέρα!»[16].

Πρόκειται για την αγάπη προς εκείνη την Εκκλησία, καθολικό μυστήριο σωτηρίας, που «είναι ανοιχτή στην ιεραποστολική και οικουμενική δυναμική, όχι κλειστή μέσα της, αφού έχει σταλεί για να αναγγείλει, να μαρτυρεί, να ενεργοποιεί και να επεκτείνει το μυστήριο κοινωνίας που την συνιστά, και να επανενώνει τους πάντες και τα πάντα εν Χριστώ»[17].

Πορεία και στάδια

– Μετά το τέλος του Δοκιμίου και ξεκινώντας τον πρώτο χρόνο του Ιεροσπουδαστηρίου ο ιεροσπουδαστής δίνει τους πρώτους προσωρινούς όρκους. Όρκοι φτώχειας, αγνότητας, υπακοής και δουλείας προς της Παναγία για ένα χρόνο και τους επαναλαμβάνει ετήσια μέχρι τους παντοτινούς όρκους·

– Στο τέταρτο χρόνο ο ιεροσπουδαστής λαμβάνει την χειροθεσία του αναγνώστη και του ακόλουθου·

– Στον έκτο χρόνο ο ιεροσπουδαστής λαμβάνει τη χειροτονία του διακόνου, και στο έβδομο χρόνο τη χειροτονία της ιεροσύνης. Ταυτόχρονα ο ιεροσπουδαστής δίνει τους τελικούς μόνιμους και παντοτινούς μοναχικούς όρκους.



Σημειώσεις:

[1] Optatam totius, προοίμιο.

[2] Optatam totius, 4.

[3] Pastores dabo vobis, 60.

[4] Optatam totius, 8.

[5] Συντάγματα του Ε.Λ., αριθ. 140.

[6] Συντάγματα του Ε.Λ., αριθ. 141: Να λέγεται τρεις φορές την ημέρα: το πρωί, το μεσημέρι και το ηλιοβασίλεμα.

[7] Συντάγματα του Ε.Λ., αριθ. 139.

[8] Pastores dabo vobis, 48.

[9] Δικαστήριο για τη Καθολική Εκπαίδευση, Οδηγός για την λειτουργική διαμόρφωση στα Ιεροσπουδαστήρια (1979), αριθ. 2.

[10] Κώδικας Κανονικού Δικαίου, καν. 246, § 1.

[11] Βλ. Pastores dabo vobis, 51.

[12] Συντάγματα του Ε.Λ., αριθ. 228.

[13] Pastores dabo vobis, 58.

[14] Pastores dabo vobis, 60.

[15] Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, Επιστολή προς τους ιερείς της Εκκλησίας (1979), 2.

[16] Επιστολές του Don Orione, Mar del Plata 1952, σελ. 185.

[17] Οδηγός για την Πνευματικότητα του Ε.Λ., αριθ. 263.


Επικοινώνησε μαζί μας

Εάν θες να μιλήσεις με κάποιον ιερέα του Τάγματος για τη κλήση σου ή έχεις απορίες γι’ αυτό το θέμα, επικοινώνησε μαζί μας: