Στο σημερινό Ευαγγέλιο (Μτ. 22,34-40) ο Χριστός συνοψίζει θαυμαστά τις δύο κύριες εντολές του Νόμου της Παλαιάς Διαθήκης: “Θα αγαπήσεις τον Κύριο, τον Θεό σου…» και «θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου…», οι όποιες εκπληρώθηκαν υπέροχα από τον ίδιο τον Ιησού με λόγια και έργα. Ξέρουμε καλά ότι η αγάπη είναι ενάντια στο μίσος, αλλά τα κείμενα των σημερινών Αναγνωσμάτων υπονοούν ότι η αγάπη είναι επίσης ενάντια στην αδικία, διότι όποιος αγαπά τον πλησίον του είναι πάντα δίκαιος μ’ αυτόν.

Το πρώτο Ανάγνωσμα (Εξ. 22,20-26) μας υπενθυμίζει τις βασικές κανόνες συμπεριφοράς σχετικά με τον πλησίον, κανόνες δικαιοσύνης απαραίτητους για τη ζωή της κοινωνίας και τις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι λοιπόν πρέπει να αποφύγουμε: τη καταπίεση του αλλοδαπού, την εκμετάλλευση εκείνων που βρίσκονται σε ανάγκη (ορφανών, χηρών), τη τοκογλυφία κ.λπ. Όλες αυτές οι πράξεις, που θεωρούνται ενάντιες στην αγάπη προς τον πλησίον, είναι επίσης ενάντιες στην αγάπη του Θεού, επειδή ο Κύριος προσβάλλεται όταν προσβάλλεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, και ξέρουμε καλά ότι πάντα είναι αμαρτία οτιδήποτε προσβάλλει το Θεό.

Το κείμενο τονίζει επίσης το πώς ο Θεός δεν είναι αδιάφορος για τις αδικίες που υποφέρουν οι πιο αδύναμοι, αντίθετα, δεν θα αφήσει χωρίς σοβαρή τιμωρία εκείνους που τους εκμεταλλεύονται ή τους διακρίνουν, καθώς λέει: «ο θυμός μου θα εξαφτεί», και θα επιτρέψει πάνω τους κάθε είδους κακό, ακόμη και το θάνατο.

Στο δεύτερο Ανάγνωσμα (Α’ Θεσ. 1,5-10) ο Απόστολος Παύλος επαινεί τη συμπεριφορά των Θεσσαλονικών Χριστιανών, η οποία είχε γίνει υποδειγματική και αξιοθαύμαστη για όλους: «από σας ξεχύθηκε ο λόγος του Κυρίου… η πίστη σας προς το Θεό διαδόθηκε σε κάθε τόπο». Οι πρώτοι Χριστιανοί έκαναν φανερή, μέσα σε εκείνη την ειδωλολατρική κοινωνία, το αποτύπωμα της συμπεριφοράς ζωής που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός: πράγματι, η πίστη στο Θεό και η αγάπη προς αυτόν τους οδηγούσαν στο να εξασκούνε νέους κανόνες ζωής σε σχέση με τους συνανθρώπους τους.

Στον διάλογο του Ιησού με τους Φαρισαίους, που ακούσαμε στη Ευαγγελική περικοπή, η αγάπη ανυψώνεται, όπως σε υψηλότερο επίπεδό, στην κατηγορία εντολής, επειδή ο Ιησούς την αποκαλεί εντολή «πρώτη» και «δεύτερη», διότι είναι μέρος του θεϊκού και ιερού νόμου, υψηλότερου και ουσιαστικότερου από τον ανθρώπινο νόμο. Τα λόγια του Κυρίου είναι σαν ορισμό για το ό,τι είναι ουσιαστικό στο Νόμο του Θεού, πάνω στο οποίο θα έπρεπε να βασίζεται και κάθε ανθρώπινος νόμος.

Ο Ιησούς θέτει την αγάπη ως βάση της σχέσης μας με τον Θεό, με τους συνανθρώπους μας, ακόμη και με τον εαυτό μας. Πράγματι, όταν αγαπάμε κάποιον, η συμπεριφορά μας με τον πλησίον μας είναι θετική (με καλοσύνη), π.χ. θέλουμε να του κάνουμε το καλό, προσπαθούμε να τον βοηθήσουμε, δεν θέλουμε να τον βλάψουμε, αποφεύγουμε να τον προσβάλουμε κ.λπ.

Επομένως, όποιος αγαπά τον Θεό προσεύχεται σ’ αυτόν, τον δοξάζει και τον λατρεύει μέσω από τις ιεροτελεστίες της Εκκλησίας, δίνει μαρτυρία πίστης γι’ αυτόν, τηρεί τις εντολές του, κάνει καλά έργα για τη δόξα του και αποφεύγει την αμαρτία. Όποιος αγαπά τον πλησίον του προσπαθεί ειλικρινά  να του κάνει το καλό, όπως θα το έκανε στον εαυτό του… Όμως, αυτή η δεύτερη κύρια εντολή προϋποθέτει το να ξέρει κανείς να αγαπά τον εαυτό του, χωρίς να πέφτει σε εγωισμό ή υπερηφάνεια… Διότι, από ανθρώπινη αγάπη, όχι θεϊκή, μερικές φορές μπορούμε να είμαστε και άδικοι με τους άλλους, π.χ. όταν ευνοούμε ανθρώπους που αγαπάμε εις βάρος άλλων που δεν είναι μας γνωστοί, διαπράττοντας έτσι διάκριση των νόμιμών τους δικαιωμάτων.

Οι Εντολές του Νόμου του Θεού είναι τέλειες, επειδή έχουν συσταθεί για τη συντήρηση της πηγής όλων των αγαθών, δηλαδή της αγάπης. Και όταν θέλαμε να δημιουργήσουμε νέους νόμους και κανόνες για την προσωπική ή τη κοινωνική μας ζωή, θα έπρεπε πρώτα να αναρωτηθούμε αν αυτοί οι νόμοι θα μας χρησιμέψουν πραγματικά να αγαπάμε καλύτερα τον Θεό, και να αγαπάμε σωστά τον πλησίον μας όπως τον εαυτόν μας.

Κηρύγματα Tags: