Η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πανδημία έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την κοινωνική και προσωπική ζωή των πολιτών, αλλά έχει επίσης επηρεάσει, θα μπορούσε να ειπωθεί κι «αρνητικά», την πνευματική ζωή των Χριστιανών, λόγω του περιορισμού στη συμμετοχή των πιστών στις ιεροτελεστίες που σχετίζονται με τις πιο έντονες στιγμές πνευματικότητας που προβλέπονται στο ετήσιο λειτουργικό ημερολόγιο. Ένα παράδειγμα είναι η σχεδόν πλήρης στέρηση των τελετών της Σαρακοστής και του Πάσχα, με το συνακόλουθο πνευματικό κενό που προκαλούν στους πιστούς, μια κατάσταση που είναι πολύ δύσκολο να αντισταθμιστεί.

Ανάμεσα στις πιο σημαντικές πρακτικές της χριστιανικής ευσέβειας (υπάρχουν μάλιστα πολλές) της Σαρακοστής βρίσκεται η μυστηριακή Εξομολόγηση (το Μυστήριο της Συμφιλίωσης) της Μεγάλης Εβδομάδας, με την οποία πολλοί πιστοί εκπληρώνουν ό,τι διατάσσεται από μια των πέντε εντολών της Εκκλησίας που λέει: «Να εξομολογείσαι τις [βαριές[1]] αμαρτίες σου, λαβαίνοντας το Μυστήριο της Συμφιλίωσης τουλάχιστο μια φορά το χρόνο»[2]. Η γενική καραντίνα δεν μας επέτρεψε να πάμε σε προσωπική εξομολόγηση με τον ιερέα ή να οριστεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, στις ενορίες μας, η ακολουθία του Μυστηρίου της Εξομολόγησης γι’ όσους το ήθελαν (ή το χρειάζονταν). Σίγουρα έχουμε συμμετάσχει, τουλάχιστον, στις τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα μέσω τηλεοπτικών μεταδόσεων, όμως η Εξομολόγηση πραγματοποιείται μόνο με τη φυσική παρουσία του εξομολογούμενου (του πιστού που εξομολογείται) και του εξομολογητή (του ιερέα που ακούει την εξομολόγηση), γιατί η ομολογία των αμαρτιών καθώς και η άφεσή τους γίνονται κατά φυσική παρουσία των ατόμων.

Μέσα από τη μυστηριακή Εξομολόγηση, η χάρη της λύτρωσης του Χριστού φτάνει σε μας με προσωπικό και συγκεκριμένο τρόπο, γιατί μόνο η χάρη του είναι σε θέση να μας απελευθερώσει από τις αμαρτίες μας, να αφαιρέσει από εμάς το σπόρο του θανάτου που η αμαρτίες έχουν σπείρει στην ψυχή μας, και να πραγματοποιήσει στα βάθη της ύπαρξής μας μια πραγματική «πνευματική ανάσταση». Πράγματι, η ανάσταση του Χριστού, μέσω της άφεσης των αμαρτιών, πραγματοποιεί μέσα μας την αναγέννηση της ψυχής μας και σπέρνει μέσα σ’ αυτήν το σπόρο της αιώνιας ζωής, εγγύηση της μελλοντικής μας ανάστασης. Γι’ αυτόν τον λόγο, όσοι εξομολογούνται αισθάνονται μεγάλη ειρήνη και χαρά στις ψυχές τους, και οι ουρανοί χαίρονται, όπως το είπε ο Ιησούς: «Υπάρχει χαρά μπροστά στους αγγέλους του Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί» (Λκ 15,10).

Επομένως η ετήσια Εξομολόγηση (όπως και η συχνή) είναι τόσο σημαντική, διότι, μαζί με το Μυστήριο της Ευχαριστίας, αποτελεί έναν από τους δύο πυλώνες όπου χτίζεται η πνευματική ζωή του Χριστιανού. Δεν είναι δυνατόν να χτιστεί μια καμάρα μόνο σε έναν πυλώνα, είναι απαραίτητοι δύο τουλάχιστον πυλώνες για την κατασκευή της. Παρομοίως, δεν γίνεται να λαμβάνουμε την Αγία  Κοινωνία χωρίς να λάβουμε στην κατάλληλη στιγμή το άλλο Μυστήριο (της Συμφιλίωσης) που μας προδιαθέτει να λάβουμε αξίως την Ευχαριστία. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει σωστή χριστιανική πνευματική ζωή αν μας λείπει για μακρόχρονη περίοδο το Μυστήριο της Εξομολόγησης, το οποίο είναι το κύριο όργανο που μας δίνει ο Θεός για να εκριζώσουμε τις αμαρτίες από τη ψυχή μας, σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Ιωάννη: «Αν ομολογήσουμε τις αμαρτίες μας, αυτός (ο Χριστός) είναι πιστός και δίκαιος για να συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας εξαγνίσει από κάθε κακία» (Α΄Ιω 1,8). Πράγματι, η Αγία Ευχαριστία δεν είναι ένα μυστήριο για τη συγχώρεση των αμαρτιών, αλλά είναι πνευματική τροφή που μας ενισχύει και μας ενθαρρύνει να κάνουμε το καλό και να απορρίψουμε κάθε αμαρτία.

Η Εξομολόγηση και η Θεία Κοινωνία είναι τα δύο μόνα Μυστήρια που οι πιστοί λαμβάνουμε περισσότερες από μία φορές, και είναι απαραίτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Η εξομολόγηση είναι απαραίτητη, διότι, δυστυχώς, εμείς οι άνθρωποι είμαστε αμαρτωλοί (μερικές φορές και πολύ αμαρτωλοί…), όπως το υποστηρίζει ο Απόστολος Ιωάννης: «Αν λέμε ότι δεν έχουμε αμαρτία, εξαπατούμε τον εαυτό μας, και η αλήθεια δεν είναι μέσα μας…» (Α΄Ιω 1,8), και χωρίς την απελευθερωτική χάρη της Εξομολόγησης, θα παραμείναμε για πάντα σκλάβοι των αμαρτιών μας και καταδικασμένοι σε πνευματική καταστροφή. Επομένως, το μυστήριο της Συμφιλίωσης είναι γι’ όλους μας αντίδοτο και φάρμακο: είναι αντίδοτο γιατί μας δίνει τη δύναμη να εξασκηθούμε στην αρετή (καλά έργα) και να νικήσουμε τους πειρασμούς, που σε αυτόν τον κόσμο είναι πάρα πολλοί και που χωρίς τη χάρη του Θεού δεν μπορούμε να τους νικάμε· είναι επίσης φάρμακο γιατί θεραπεύει τις πληγές που προκαλούνται από την αμαρτία. Η αμαρτία δεν είναι μόνο μια κακή πράξη (εξωτερική σ’ εμάς), αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια εσωτερική πράξη της ψυχής που βλάπτει πνευματικά όσους την διαπράττουν, προκαλώντας μια ψυχική πληγή που μπορεί να σκοτώσει πνευματικά τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να είναι καλά μετά να διαπράξει αμαρτία, γιατί οι αμαρτίες (οι δικές μας) μας κάνουν ένα μεγάλο κακό στα μέσα μας. Μια ψυχή πληγωμένη από την αμαρτία χρειάζεται την πνευματική θεραπεία που την χορηγεί μόνο η μυστηριακή Εξομολόγηση.

Όποιος εξομολογείται βιώνει με προσωπικό και συγκεκριμένο τρόπο το έλεος του Θεού, ο οποίος από αγάπη για μάς είναι σε θέση να συγχωρήσει τις φρικτές προσβολές που του κάνουμε και που κάνουμε στους αδελφούς μας (τον πλησίον), και βιώνει επίσης τη μετατρεπτική δύναμη του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού, επειδή η θυσία του Χριστού πάνω στον σταυρό μας λυτρώνει από τις αμαρτίες μας, διότι «το αίμα του Ιησού Χριστού ο Υιός του μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία» (Α’ Ιω 1,7), και η Ανάστασή του μας δίνει την πνευματική ανάσταση για να ζήσουμε μια νέα ζωή.


[1] CIC, αρ. 989.

[2]  Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας [Σύνοψη], αρ. 432.

Κηρύγματα, Πνευματηκότητα Tags: